ἀπιστία

ἀπιστία
ἀπιστία, [dialect] Ion. -ίη, ,
A unbelief, distrust, πίστεις . . δμῶς καὶ ἀπιστίαι ὤλεσαν ἄνδρας beliefs and disbeliefs, Hes.Op.372;

πίστει χρήματ' ὄλεσσα, ἀπιστίῃ δ' ἐσάωσα Thgn.831

[

ῑ]; τῶν θείων τὰ πολλὰ ἀπιστίῃ διαφυγγάνει μὴ γινώσκεσθαι Heraclit.86

, cf. Pl.Grg.493c;

τοῖσι παρεοῦσι ἀ. πολλὴ ὑπεκέχυτο Hdt.3.66

, cf. 2.152;

ὑπὸ ἀπιστίης Id.3.153

, al.; ὑπὸ ἀ. μὴ γενέσθαι τι from disbelief that . ., Id.1.68; ἀ. πρὸς ἑαυτόν lack of self-confidence, Th.8.66;

ἀπιστίᾳ λόγους ἐνδέχεσθαι E.Ion1606

;

πέφευγε τοὔπος ἐξ ἀπιστίας A.Ag.268

; ἀπιστίαν ἔχειν περί τινος to be in doubt, Pl.Phd.107b;

σώφρων ἀ. E.Hel.1617

; πρὸς -ίαν τοῦ κατηγόρου to discredit him, Arist.Rh.1398a10;

ἡ ἀ. ἡ πρὸς ἀλλήλους Id.Pol. 1297a4

;

ἀ. ἡ καθ' αὑτοῦ Longin.38.2

;

πρός τι Pl.Sph.258c

.
2 of things,

τὰ εἰρημένα ἐς ἀ. πολλὴν ἀπῖκται Hdt.1.193

; πολλὰς ἀπιστίας ἔχει it admits of many doubts, Pl.R.450c;

ὁ λόγος εἰς ἀ. καταπίπτει Id.Phd.88d

; καταβαλεῖν τινὰ εἰς ἀ. ib.c; ἀ. παρέχειν ib.86e (interpol.);

ἀτοπία καὶ ἀπιστία

incredibility,

Isoc.17.48

;

ταῦτ' ἀπιστίαν ἔχει D. 10.44

.
II want of faith, faithlessness,

θνήσκει δὲ πίστις βλαστάνει δ' ἀ. S.OC611

; treachery, And.3.2, X.An.2.5.21;

βλέπειν ἀπιστίαν Eup.309

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀπιστία — ἀπιστίᾱ , ἀπιστία unbelief fem nom/voc/acc dual ἀπιστίᾱ , ἀπιστία unbelief fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απιστία — (Noμ.).Ποινικό αδίκημα, το οποίο διαπράττει εκείνος που ζημιώνει την περιουσία άλλου όταν του έχει ανατεθεί η επιμέλεια ή η διαχείρισή της με βάση κάποιο νόμο ή δικαιοπραξία. Απαιτείται το στοιχείο της πρόθεσης και τιμωρείται με φυλάκιση (10… …   Dictionary of Greek

  • ἀπιστίᾳ — ἀπιστίαι , ἀπιστία unbelief fem nom/voc pl ἀπιστίᾱͅ , ἀπιστία unbelief fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απιστία — η 1. δυσπιστία: Είχε μιαν απιστία σ όλους γενικά τους ανθρώπους. 2. το να μην πιστεύει κανείς στο Θεό: Εδώ και μερικά χρόνια τον έχει κυριέψει η απιστία. 3. παραβίαση της συζυγικής πίστης: Έλεγαν ότι έκανε απιστίες στη γυναίκα του. 4. αδίκημα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπιστίας — ἀπιστίᾱς , ἀπιστία unbelief fem acc pl ἀπιστίᾱς , ἀπιστία unbelief fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπιστίαι — ἀπιστία unbelief fem nom/voc pl ἀπιστίᾱͅ , ἀπιστία unbelief fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπιστίαν — ἀπιστίᾱν , ἀπιστία unbelief fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπιστιῶν — ἀπιστία unbelief fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπιστίαις — ἀπιστία unbelief fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπιστίη — ἀπιστία unbelief fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπιστίην — ἀπιστία unbelief fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”